- φουξίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) σπάνιο αργιλοπυριτικό ορυκτό τού καλίου και τού χρωμίου, το οποίο ανήκει στην ομάδα τών μαρμαρυγιών και αποτελεί χρωμιούχα ποικιλία τού μοσχοβίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Fuchsit, από το όν. τού Γερμανού ορυκτολόγου Johann Ν. von Fuchs].
Dictionary of Greek. 2013.